девка - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

девка - translation to πορτογαλικά

МОЛОДОЙ ЧЕЛОВЕК ЖЕНСКОГО ПОЛА
Девушки; Девка; Девица
  • Х. Платонов]]. Оксана. 1888.
  • Девушка с жемчужной серёжкой]]

девка      
rapariga (f) (Port), moça (f), garota (f)
ficar para a tia      
оставаться в девках
ficar para a tia      
оставаться в девках

Ορισμός

девка
ж. разг.-сниж.
1) То же, что: девушка (1,2), девочка.
2) То же, что: дочь.
3) Развратная женщина, проститутка.

Βικιπαίδεια

Девушка

Де́вушка — лицо женского пола с момента наступления совершеннолетия, критерием которого выступает половая зрелость, до вступления в брак.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για девка
1. Девка сумасшедшая растет - жизнерадостная, энергичная.
2. Психология - наука, а не продажная девка империализма!
3. "Обязательно девка должна поступать", - сказали они хором.
4. Бывает, девка ерепенится: дескать, окститесь, барин!
5. Девка попыталась возмущаться, секретарше его звонить.